- τειδένυ
- Αβλ. τῆδε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τήδε — (I) Α επίρρ. (δωρ. και ιων. τ.) εδώ, ενταύθα. (II) και δωρ. τ. τεῑδε και τεῑνδε και ροδ. τ. τειδεί και αρκαδ. τ. τειδένυ ΝΑ νεοελλ. (ως επίρρ.) φρ. «τῇδε κακεῑσε» εδώ κι εκεί, άτακτα, σκόρπια αρχ. δοτ. εν. θηλ. τής δεικτ. αντων. ὅδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ … Dictionary of Greek
όνε — ὅνε, ἥνε, τόνε (Α) (θεσσαλικός τ.) όδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τής δεικτ. αντων. ὅ δε στη θεσσαλική και αρκαδική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκαν τύποι που σχηματίστηκαν με τα μόρια: νε (πρβλ. τόνε, τάνε), νι (πρβλ. αρκαδ. ὁνί) και νυ (πρβλ. αρκαδ. κυπρ. ὅνυ,… … Dictionary of Greek